ἀμενηνῶ

ἀμενηνῶ
ἀμενηνός
fleeting
masc/fem/neut gen sg (doric aeolic)
ἀμενηνόω
weaken
pres subj act 1st sg
ἀμενηνόω
weaken
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμενηνώ — ἀμενηνῶ ( όω) (Α) [ἀμενηνός] εξασθενίζω, αμβλύνω την ορμή ή τη δύναμη κάποιου …   Dictionary of Greek

  • αμενηνός — ἀμενηνός, ον και ος, ή, ον (Α) 1. (στον Όμηρο κυρίως για φαντάσματα, σκιές νεκρών και όνειρα) αυτός που κινείται ελαφρά και εξαφανίζεται γρήγορα και σιωπηλά, φευγαλέος 2. (μετά τον Όμηρο για πρόσωπα και πράγματα) α) άστατος, παροδικός β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”